λύγκειος

λύγκειος
-α, -ο (AM λύγκειος, -εία, -ον) [λυγξ (I)]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λύγκα
2. οξυδερκής σαν τον λύγκα ή σαν τον Λυγκέα, μυθικό πρόσωπο που ήταν ονομαστό για την οξύτατη όρασή του («λυγκείου βλέμματος», Ανθ. Παλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λυγκείου — λύγκειος of Lynceus masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγκεία — λυγκείᾱ , λύγκειος of Lynceus fem nom/voc/acc dual λυγκείᾱ , λύγκειος of Lynceus fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγκικός — λυγκικός, ή, όν (Α) [λυγξ(I)] λύγκειος …   Dictionary of Greek

  • λύγκας — (Lynx). Γένος αιλουροειδών θηλαστικών της τάξης των σαρκοφάγων. Τα ζώα αυτά έχουν στρογγυλό κεφάλι με μακριά αφτιά, που απολήγουν σε αιχμή, και μια χαρακτηριστική τριχωτή τούφα στην κορυφή. Το σώμα τους είναι λεπτό και ρωμαλέο, καταλήγοντας σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”