- λύγκειος
- -α, -ο (AM λύγκειος, -εία, -ον) [λυγξ (I)]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λύγκα2. οξυδερκής σαν τον λύγκα ή σαν τον Λυγκέα, μυθικό πρόσωπο που ήταν ονομαστό για την οξύτατη όρασή του («λυγκείου βλέμματος», Ανθ. Παλ.).
Dictionary of Greek. 2013.